Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2009
«Περί ελέγχου μονοπωλίων και ολιγοπωλίων και προστασίας του ελευθέρου ανταγωνισμού».
Η προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού και η απαγόρευση πάσας μορφής συμφωνιών, αποφάσεων και εναρμονισμένων πρακτικών μεταξύ των επιχειρήσεων, οι οποίες αφορούν ή αποβλέπουν στην παρακώλυση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού, απετέλεσε, στο επίπεδο του ημεδαπού δικαίου, το κύριο αντικείμενο του νόμου 703/1977 «περί ελέγχου μονοπωλίων και ολιγοπωλίων και προστασίας του ελευθέρου ανταγωνισμού».
Στα πλαίσια αυτά, οι διατάξεις των άρθρων 2 και 2α του ανωτέρω νόμου, όπως αυτές ισχύουν μετά τις τροποποιήσεις που επέφεραν οι νόμοι 2000/1991, 2296/1995, 2837/2000 και 3373/2005, διέλαβαν ειδικά περί του....
ζητήματος της καταχρηστικής εκμετάλλευσης της δεσπόζουσας θέσης μιας ή περισσοτέρων επιχειρήσεων επί του συνόλου ή μέρους της αγοράς της χώρας, ορίζοντας ρητώς την απαγόρευση της προκείμενης πρακτικής.
Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, η καταχρηστική αυτή εκμετάλλευση μπορεί να συνίσταται καταρχήν στον άμεσο ή έμμεσο εξαναγκασμό καθορισμού είτε των τιμών αγοράς ή πωλήσεως είτε άλλων μη ευλόγων όρων συναλλαγής, καθώς και στον περιορισμό της παραγωγής, της κατανάλωσης ή της τεχνολογικής ανάπτυξης, κατά τρόπο που να αποβαίνει επιζημίως για τον καταναλωτή. Το ίδιο ισχύει και για τις περιπτώσεις εφαρμογής άνισων όρων για ισοδύναμες παροχές, ιδίως δε στις περιπτώσεις αδικαιολόγητης άρνησης πωλήσεων, αγορών ή διενέργειας άλλων συναλλαγών, κατά τρόπον ώστε κάποιες επιχειρήσεις να τίθενται σε μειονεκτική θέση στα πλαίσια του ευρύτερου ανταγωνισμού.
Επιπλέον, η κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως μπορεί να συνίσταται και στην επιβολή από το διαπραγματευτικά ισχυρότερο μέρος αυθαίρετων όρων συναλλαγής προς τον αντισυμβαλλόμενό τους ενόψει της σύναψης μιας σύμβασης, ώστε τελικά αυτή να εξαρτάται είτε από την αποδοχή προσθέτων παροχών είτε από την κατάρτιση προσθέτων συμβάσεων, οι οποίες όμως δεν συνδέονται με το αντικείμενο των κύριων συμβάσεων, είτε κατά την φύση τους είτε με βάση τις καθιερωμένες εμπορικές συνήθειες.
Η ανωτέρω περιπτωσιολογία ενσωματώνεται ουσιαστικά στην απαγορευτική ρήτρα, που θέτει το άρθρο 2α του νόμου 703/1977, σύμφωνα με την οποία, και με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 1 του ίδιου νόμου και του άρθρου 81 της Συνθήκης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, «απαγορεύεται η καταχρηστική εκμετάλλευση, από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις, της σχέσης οικονομικής εξάρτησης στην οποία βρίσκεται προς αυτήν ή αυτές μία επιχείρηση, η οποία κατέχει θέση πελάτη ή προμηθευτή, ακόμη και ως προς ένα ορισμένο είδος προϊόντων ή υπηρεσιών και δεν διαθέτει ισοδύναμη εναλλακτική λύση. Η καταχρηστική αυτή εκμετάλλευση της σχέσης οικονομικής εξάρτησης δύναται να συνίσταται ιδίως στην επιβολή αυθαίρετων όρων συναλλαγής, στην εφαρμογή διακριτικής μεταχείρισης ή στην αιφνίδια και αδικαιολόγητη διακοπή μακροχρόνιων εμπορικών σχέσεων.» Ποιές είναι όμως οι προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν, ώστε να τεκμαίρεται πως μια επιχείρηση κατέχει «δεσπόζουσα θέση» στη σχετική αγορά;
Όπως έχει κριθεί και νομολογιακά, η δεσπόζουσα θέση, υπό την έννοια της υπερβάλλουσας οικονομικής ισχύος μιας επιχείρησης, προϋποθέτει καταρχήν την κατοχή ενός ιδιαίτερα σημαντικού μεριδίου στη συγκεκριμένη αγορά και παράλληλα την επίτευξη διατήρησής του σε σταθερά επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τα δεδομένα αυτά αποτελούν όχι μόνο τεκμήριο δεσπόζουσας θέσης αλλά και αποδεικτικό στοιχείο για την ύπαρξή της.
Αυτό εντούτοις που χρήζει διευκρίνισης, και αποτελεί παράλληλα τη διαχωριστική γραμμή πέρα της οποίας θεμελιώνεται η καταχρηστική συμπεριφορά, είναι ότι ο Νόμος δεν απαγορεύει αυτή καθεαυτή την κατοχή δεσπόζουσας θέσης μιας επιχείρησης, που σε κάθε περίπτωση προϋποθέτει μεγάλο μερίδιο σε συνάρτηση με ορισμένη αγορά. Αυτό που απαγορεύεται είναι μόνο η εκ μέρους της ανωτέρω επιχείρησης καταχρηστική εκμετάλλευση της θέσης αυτής και της οικονομικής εξάρτησης προς τρίτους με αθέμιτη-παράνομη συμπεριφορά, συνιστάμενη στις περιπτώσεις που ορίζονται στα άρθρα 2 και 2α του νόμου 703/1977.
Επιπλέον όμως απαιτείται η «δεσπόζουσα» επιχείρηση να έχει πραγματικά τη δυνατότητα μονομερούς επηρεασμού και επιβολής όρων στη συγκεκριμένη αγορά και η θέση της στην αγορά αυτή να της επιτρέπει την πρακτική παρεμπόδιση της διατήρησης αποτελεσματικού ανταγωνισμού, στο μέτρο που η ίδια δύναται σε σημαντικό βαθμό να διαμορφώνει και να αναπτύσσει ανεξάρτητη επιχειρηματική συμπεριφορά σε σχέση με τους ανταγωνιστές της, διατηρώντας έναντι αυτών ανεπτυγμένη οικονομική δυναμική και τεχνολογική υπεροχή.
Η καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης μιας επιχείρησης κρίνεται με βάση την αντικειμενική συμπεριφορά της, εφόσον αυτή της επιτρέπει να επηρεάζει τη διάρθρωση της αγοράς, στην οποίαν ο ανταγωνισμός εμφανίζεται ήδη εξασθενημένος λόγω της παρουσίας της. Η συμπεριφορά δε αυτή συνδέεται με την υιοθέτηση και χρήση διαφορετικών μεθόδων από αυτές που εφαρμόζονται υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού σε προϊόντα ή υπηρεσίες που αποτελούν το αντικείμενο της εμπορικής δραστηριότητάς της.
Οι πρακτικές αυτές μπορεί να συνίστανται είτε στην παρεμπόδιση της διατήρησης του επιπέδου του εναπομένοντος ανταγωνισμού και της ανάπτυξής του, είτε στην επιδίωξη και διεκδίκηση όλο και μεγαλύτερου μεριδίου αγοράς, με ταυτόχρονη συρρίκνωση του επιπέδου του ανταγωνισμού και αποκλεισμό των ανταγωνιστών από τη συμμετοχή και διεκδίκηση του εναπομένοντος μεριδίου.
Στα πλαίσια αυτά η επιχείρηση προσπαθεί να δημιουργήσει καταστάσεις εγκαθίδρυσης πλήρους μονοπωλιακού ελέγχου στην αγορά προς ίδιον όφελος και σε βάρος του ελεύθερου ανταγωνισμού, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο τη δεσπόζουσα θέση που κατέχει, δια της χειραγώγησης και ελέγχου της αγοράς και της εν τέλει εγκαθίδρυσης συνθηκών μονοπωλίου. Και αυτή ακριβώς η προοπτική αποτελεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο για τον ελεύθερο ανταγωνισμό.
Πηγή http://www.capital.gr/law/articles.asp?id=736998&subcat=105