Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2009
Οι φούσκες και οι νικητές της δεκαετίας
Δέκα χρόνια μετά τη φούσκα του 1999, οι αλλαγές που έχουν συντελεσθεί στη χρηματιστηριακή αγορά των Αθηνών είναι σημαντικές. Σκοπός του άρθρου αυτού είναι αποκλειστικά η καταγραφή των μακροχρόνιων εξελίξεων που συντελέσθησαν την περασμένη δεκαετία, σε όρους χρηματιστηριακής αξίας, στην πορεία των 30 μεγαλύτερων εταιρειών στην Ελλάδα.
Η έννοια της χρηματιστηριακής αξίας ή κεφαλαιοποίηση (capitalization) είναι κρίσιμη. Αντανακλά (ή πρέπει να αντανακλά) το σύνολο των σημαντικότερων χρηματοοικονομικών πληροφοριών που αφορούν την επιχείρηση, όπως τα κέρδη της, τη δανειακή της κατάσταση, τη μελλοντική της ανάπτυξη (growth),
την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα της διοίκησής της (management), αλλά και άλλα χαρακτηριστικά της επιχείρησης. Φυσικά η χρηματιστηριακή αξία αντανακλά επιπρόσθετα τη φάση του χρηματιστηριακού κύκλου (άνοδο ή πτώση), καθώς και τον κίνδυνο χώρας (country risk) που ενυπάρχει κάθε στιγμή.
Πρέπει να σημειωθεί ότι ένα βασικό μειονέκτημα της προσέγγισης αυτής είναι ότι επηρεάζεται καθοριστικά από την υπάρχουσα διασπορά των μετοχών στο ευρύ επενδυτικό κοινό (free float), αλλά και από τις επιδράσεις που ασκούν τα συναισθήματα (φόβος, απληστία) στις τιμές των μετοχών και ως εκ τούτου στη χρηματιστηριακή τους αξία.
Στον πίνακα παρουσιάζονται οι 30 μεγαλύτερες εταιρείες σε όρους χρηματιστηριακής αξίας τόσο στις 30/9/1999 όσο και σήμερα. Οι διαχρονικές αλλαγές είναι εντυπωσιακές: υπάρχουν οι μακροχρόνιοι νικητές (winners) όσο και οι μακροχρόνια χαμένοι (losers).
Με βάση τα στοιχεία, η Εθνική Τράπεζα, η Τράπεζα Κύπρου, ο ΟΠΑΠ, ο όμιλος Marfin και η Coca Cola θα μπορούσαν να θεωρηθούν οι νικητές των εταιρειών μεγάλης κεφαλαιοποίησης της προηγούμενης δεκαετίας.
Οι μεγάλοι χρηματιστηριακά χαμένοι της περιόδου είναι σίγουρα η Εμπορική Τράπεζα, της οποίας η κεφαλαιοποίηση εξαϋλώθηκε από 7,15 δισ. ευρώ στα 1,39 δισ. ευρώ, η Βιοχάλκο, που σήμερα η χρηματιστηριακή αξία της βρίσκεται στο 1/4 της αντίστοιχης του 1999, και ο ΟΤΕ. Ο οργανισμός στη σημερινή χαμηλή κεφαλαιοποίησή του περιλαμβάνει την Cosmote και τη Γερμανός.
Στις μεγαλύτερες εταιρείες του 1999 που τελικά δεν δικαίωσαν τους επενδυτές, περιλαμβάνονται η Ιντρακόμ, ο ΔΟΛ, οι Ευρωσυμμετοχές, η Altec και τα Κλωστήρια Ναούσης.
Πρέπει να σημειωθεί ότι την περίοδο που εξετάζουμε ορισμένες μεγάλες επιχειρήσεις βγήκαν από το Χρηματιστήριο (η Vodafone, η Hyatt, η Interamerican) και άλλες συγχωνεύθηκαν, όπως η Τράπεζα Μακεδονίας Θράκης (Πειραιώς), η Ιονική Τράπεζα (Alpha Bank), η Τράπεζα Εργασίας (Eurobank) και η Εγνατία Τράπεζα (Marfin).
Αξια αναφοράς είναι η δυναμική πορεία των εταιρειών Jumbo, Ελλάκτωρ και Ιντραλότ, η χρηματιστηριακή αξία των οποίων εκτοξεύθηκε στην πρώτη σειρά των μεγαλύτερων του Χ.Α. Ενα άλλο στοιχείο που πρέπει να αναφερθεί είναι ο αυξημένος ρόλος των εταιρειών του τραπεζικού κλάδου και η σχετική υποχώρηση αυτών του μεταποιητικού τομέα.
Δέκα χρόνια μετά τη χρηματιστηριακή φούσκα του 1999 οι σημερινές κεφαλαιοποιήσεις είναι σίγουρα πιο δίκαιες (fair) τόσο σε επίπεδο επιχειρήσεων όσο και σε συνολικό επίπεδο. Οι ακρότητες που είχαμε παρατηρήσει το 1999 έχουν εξαλειφθεί, αφού οι μικροεπενδυτές οι οποίοι προκάλεσαν σε μεγάλο βαθμό τις στρεβλώσεις των τιμών (noise traders) απέχουν και οι ξένοι και εγχώριοι θεσμικοί κυριαρχούν πλέον στην ελληνική χρηματιστηριακή αγορά.
Τα κυρίαρχα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει σήμερα η χρηματιστηριακή αγορά των Αθηνών είναι ο τεράστιος δημόσιος τομέας, το υπερβολικό δημόσιο χρέος και οι διαχρονικές αγκυλώσεις στις νοοτροπίες και στις συμπεριφορές που έχουν διαμορφωθεί στην ελληνική κοινωνία.
Απαιτούνται άμεσα μέτρα για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας και της καινοτομίας της ελληνικής οικονομίας, αφού το μοντέλο ανάπτυξης που βασικοί πυλώνες του ήταν ο δημόσιος τομέας και η οικοδομή, έχει κλείσει τον ιστορικό του κύκλο.
http://www.enet.gr/?i=news.el.oikonomia&id=104243